θρῦλίσσω

θρῦλίσσω
θρῦλίσσω, aor. pass. θρῦλίχθη: crush, Il. 23.396†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …   Dictionary of Greek

  • θρυλλίξω — θρυλίσσω crush aor subj act 1st sg θρυλίσσω crush fut ind act 1st sg θρυλίσσω crush aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) θρυλίζω make a false note aor subj act 1st sg θρυλίζω make a false note fut ind act 1st sg θρυλίζω make a false note aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλλίσσειν — θρυλίσσω crush pres inf act (attic epic) θρυλίζω make a false note fut inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλλίχθη — θρυλίσσω crush aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) θρυλίζω make a false note aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθρυλλίχθη — θρυλίσσω crush aor ind pass 3rd sg θρυλίζω make a false note aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλίξω — θρῡλίξω , θρυλίσσω crush aor subj act 1st sg θρῡλίξω , θρυλίσσω crush fut ind act 1st sg θρῡλίξω , θρυλίσσω crush aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) θρῡλίξω , θρυλίζω make a false note aor subj act 1st sg θρῡλίξω , θρυλίζω make a false note… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • θρύλιγμα — θρύλιγμα, τὸ (Α) [θρυλίσσω] το σύντριμμα …   Dictionary of Greek

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • θρυλιχθῆναι — θρῡλιχθῆναι , θρυλίσσω crush aor inf pass θρῡλιχθῆναι , θρυλίζω make a false note aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρυλλίξας — θρυλλίξᾱς , θρυλίσσω crush aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) θρυλλίξᾱς , θρυλίζω make a false note aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”